- ἐπελαβόμην
- ἐπελαβόμην s. ἐπιλαμβάνομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐπελαβόμην — ἐπιλαμβάνω take aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)